Ἀστείως

Ἀστείως
Ἄστειος
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστείως — ἀστεί̱ως , ἀστεῖος of the town adverbial ἀστεί̱ως , ἀστεῖος of the town masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”